- κελεός
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα.
2. Ήρωας της Κρήτης ο οποίος, μαζί με τους συντρόφους του Λάιο, Κέρβερο και Αιγωλιό, προσπάθησε να κλέψει μέλι από το Ιδαίο άντρο. Οι κλέφτες τυλίχτηκαν με φύλλα χαλκού, για να αποφύγουν τα τσιμπήματα των μελισσών, οι οποίες είχαν θρέψει με μέλι τον Δία. Εκείνος όμως οργίστηκε και θέλησε να τους κεραυνοβολήσει. Όμως οι Μοίρες και η Θέμις τον απέτρεψαν γιατί ο τόπος ήταν ιερός και δεν έπρεπε να σπιλωθεί. Τότε ο Δίας μεταμόρφωσε τον Κ. και τους συντρόφους του σε πουλιά. Τα πτηνά αυτά ήταν καλοί οιωνοί, γιατί έβγαιναν από τον ιερό χώρο του Ιδαίου άντρου.
* * *κελεός, ὁ (Α)πράσινος δρυοκολάπτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kel- «χτυπώ, κόβω, σχίζω», εμφανίζει επίθημα -εός (πιθ. < *-εFός), πρβλ. γαλ-εός, ειλ-εός, και συνδέεται με κελεΐς ἀξίνη (γλώσσα τού Ησύχ.), κελοίξύλα (γλώσσα τού Ησύχ.), κόλος, κολάπτω «χτυπώ, τρυπώ (με το ράμφος)» και πιθ. με λιθουαν. kulti «αλωνίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.