κελεός

κελεός
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της Κρήτης ο οποίος, μαζί με τους συντρόφους του Λάιο, Κέρβερο και Αιγωλιό, προσπάθησε να κλέψει μέλι από το Ιδαίο άντρο. Οι κλέφτες τυλίχτηκαν με φύλλα χαλκού, για να αποφύγουν τα τσιμπήματα των μελισσών, οι οποίες είχαν θρέψει με μέλι τον Δία. Εκείνος όμως οργίστηκε και θέλησε να τους κεραυνοβολήσει. Όμως οι Μοίρες και η Θέμις τον απέτρεψαν γιατί ο τόπος ήταν ιερός και δεν έπρεπε να σπιλωθεί. Τότε ο Δίας μεταμόρφωσε τον Κ. και τους συντρόφους του σε πουλιά. Τα πτηνά αυτά ήταν καλοί οιωνοί, γιατί έβγαιναν από τον ιερό χώρο του Ιδαίου άντρου.
* * *
κελεός, ὁ (Α)
πράσινος δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kel- «χτυπώ, κόβω, σχίζω», εμφανίζει επίθημα -εός (πιθ. < *-εFός), πρβλ. γαλ-εός, ειλ-εός, και συνδέεται με κελεΐς ἀξίνη (γλώσσα τού Ησύχ.), κελοί
ξύλα (γλώσσα τού Ησύχ.), κόλος, κολάπτω «χτυπώ, τρυπώ (με το ράμφος)» και πιθ. με λιθουαν. kulti «αλωνίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κελεός — green woodpecker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεός — green woodpecker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Келей — (Κελεός) сын Елевсина, первый царь Елевсина: см. Деметра и Демофон …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κελεοῖο — Κελεός green woodpecker masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεοῖο — κελεός green woodpecker masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελεοῦ — Κελεός green woodpecker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεοῦ — κελεός green woodpecker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελεούς — Κελεός green woodpecker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεούς — κελεός green woodpecker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελεέ — Κελεός green woodpecker masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”